- ἀπογενομένων
- ἀπογίγνομαιto be away fromaor part mid fem gen plἀπογίγνομαιto be away fromaor part mid masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρότριτα — Α επίρρ. 1. πριν από τρεις μέρες, τρεις μέρες πρωτύτερα ή συνεχώς επί τρεις ημέρες (α. «τὰ μὲν ὀστᾱ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες», Θουκ. β. «προγράψας πρότριτα εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην», Αριστείδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek